άτριφτος

άτριφτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Το πιπέρι ήταν άτριφτο.
2. αυτός που δεν είναι πολύ μεταχειρισμένος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν άτριφτα, καινούργια.
3. αδαής, ατζαμής: Είναι ακόμη άτριφτος στη δουλειά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • άτριφτος — η, ο (AM ἄτριπτος ον) 1. ατριβής, αυτός που δεν έχει φθαρεί ή σκληρυνθεί από την πολλή χρήση 2. (για στάρι) ανάλεστος, ακοπάνιστος 3. αγύμναστος, άπειρος, άμαθος νεοελλ. αυτός που δεν επιδέχεται τριβή, που δεν μπορεί να τον τρίψει κανείς αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ανάλεστος — η, ο [αλέθω] 1. αυτός που δεν αλέστηκε, άτριφτος, άκοπος 2. αυτός που δεν άλεσε …   Dictionary of Greek

  • ανέρεικτος — ἀνέρεικτος (κ. ικτος), ον (Α) αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ατρίβων — ἀτρίβων, ο (Α) [τρίβω] ατριβής, άτριφτος, άμαθος σε κάτι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”