- άτριφτος
- -η, -ο1. αυτός που δεν κοπανίστηκε, δεν αλέστηκε: Το πιπέρι ήταν άτριφτο.2. αυτός που δεν είναι πολύ μεταχειρισμένος: Τα ρούχα που φορούσε ήταν άτριφτα, καινούργια.3. αδαής, ατζαμής: Είναι ακόμη άτριφτος στη δουλειά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.